πειράσομαι

πειράσομαι
πειρά̱σομαι , πειράω
attempt
aor subj mid 1st sg (attic epic)
πειρά̱σομαι , πειράω
attempt
aor subj mid 1st sg (epic doric aeolic)
πειρά̱σομαι , πειράω
attempt
fut ind mid 1st sg (attic)
πειρά̱σομαι , πειράω
attempt
fut ind mid 1st sg (doric aeolic)
πειράζω
make proof
aor subj mid 1st sg (epic)
πειράζω
make proof
fut ind mid 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • πειράσομ' — πειρά̱σομαι , πειράω attempt aor subj mid 1st sg (attic epic) πειρά̱σομαι , πειράω attempt aor subj mid 1st sg (epic doric aeolic) πειρά̱σομαι , πειράω attempt fut ind mid 1st sg (attic) πειρά̱σομαι , πειράω attempt fut ind mid 1st sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δείγμα — το (AM δεῑγμα) [δείκνυμι] 1. μικρή ποσότητα ή μέρος που επιδεικνύεται για να σχηματιστεί αντίληψη για το όλο (α. «δείγμα υφάσματος» β. «δείγματα χρωμάτων» γ. «ὥσπερ δὲ τῶν καρπῶν ἐξενεγκεῑν ἑκάστου δεῑγμα πειράσομαι» θα προσπαθήσω να παρουσιάσω… …   Dictionary of Greek

  • δηλώνω — (AM δηλῶ, όω Μ και δηλώνω) [δήλος] 1. αναφέρω, λέγω («δήλωσε τα εξής», «δηλώσω δὲ καὶ τόδε») 2. φανερώνω, αποκαλύπτω («τον έρωτα εδήλωσαν που χαν εις την αγάπην», «κάρτα μοι σαφώς ἐδήλωσας κακά») 3. ερμηνεύω, εξηγώ («δηλώσει τα αινίγματα και τα… …   Dictionary of Greek

  • διαφυλάσσω — και ττω (ΑΝ) διατηρώ κάτι σώο για πολύ καιρό αρχ. μσν. (για τον θεό) σώζω («ἀβλαβὴς διαφυλαχθεῑσα») αρχ. 1. μέσ. υπερασπίζομαι, προφυλάσσω για τον εαυτό μου 2. παρατηρώ καλά 3. διατηρώ («πειράσομαι κἀγὼ διαφυλάττειν τὴν εἰρήνην», Δημ.) 4. θυμάμαι …   Dictionary of Greek

  • ου μην αλλά — (ΑΜ οὐ μὴν αλλά) αλλ όμως, μολονότι, προσέτι («οὐ μὴν ἀλλ ἐπέμεινεν ὁ Κῡρος... καὶ ὁ ἵππος ἐξανέστη», Ξεν.) μσν. αρχ. 1. oὐ μὴν ἀλλὰ καί προσέτι, προς τούτοις, εκτός από αυτά και... («οὐ μὴν ἀλλὰ καὶ ἐκ τοῡ ἐγκλήματος τούτου δῆλόν ἐστιν»,… …   Dictionary of Greek

  • προξενώ — προξενῶ, έω, ΝΜΑ [πρόξενος] προκαλώ κάτι, γίνομαι αίτιος να γίνει κάτι (α. «ξίφος έξω από τη θήκη / πλέον ανδρείαν σού προξενεί», Σολωμ. β. «ταύτην σοι τὴν εὐδαιμονίαν προξενοῡμεν», ΚΔ γ. «οἱ ταύτην Καίσαρι τὴν τιμὴν προξενοῡντες», Πλούτ.) μσν.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”